πείρινς

πείρινς
πείρινς, acc. πείρινθα: wagon-box or body, perhaps of wicker-work, Od. 15.131.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πείρινς — πείρῑνς , πείρινς wicker basket fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείρινς — ινθος, ἡ, και επικ. τ. πείρινθα και πείρινθος, ὁ, Α μεγάλο πλεχτό καλάθι, τετράγωνο ή κυκλικό, πλεγμένο από κλάδους ιτιάς ή σχοίνων ή από καλάμια, το οποίο προσδενόταν πάνω σε άμαξα ή σε άρμα και χρησίμευε ως κάθισμα ή για την τοποθέτηση τροφίμων …   Dictionary of Greek

  • πείρινθα — ἡ, Α βλ. πείρινς …   Dictionary of Greek

  • πείρινθος — ὁ, Α βλ. πείρινς …   Dictionary of Greek

  • πείρινθα — πείρῑνθα , πείρινς wicker basket fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείρινθος — πείρῑνθος , πείρινς wicker basket fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”